- κοιμώμαι
- (AM κοιμῶμαι, -άομαι)βλ. κοιμάμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιμῶμαι — κοιμάω lull pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) κοιμάω lull pres ind mp 1st sg κοιμάω lull pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… … Dictionary of Greek
CEDAR — I. CEDAR Arabiae regio in Agarenorum, i. e. Saracenorum solitudine, a Cedar secundo filio Ismaelis. Gen. c. 25. v. 13. Hieron. de Loc. Hebr. Etymologo Κήδαρ est vox Graeca, quae ςημαίνει, inquit, τὸ ςκοτεινὸν, παρὰ τὸ κήδω τὸ κοιμῶμαι. Verum… … Hofmann J. Lexicon universale
ακοίμητος — η, ο (AM ἀκοίμητος, ον) (ΑΝ) 1. αυτός που δεν κοιμάται, δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος, άγρυπνος 2. ακατεύναστος, ακαταπράυντος (μσν. νεοελλ. μτφ.) 1. ακατάπαυστος, διαρκής, αιώνιος 2. αυτός που δεν σβήνει ποτέ, ο άσβηστος νεοελλ … Dictionary of Greek
επικοιμώμαι — ἐπικοιμῶμαι, άομαι (Α) [κοιμώμαι] 1. κοιμάμαι μετά από κάτι 2. (απολ.) πέφτω σε ύπνο, αποκοιμιέμαι («ἀλλά μοι δοκεῑς... οὐ καθεύδων ἐπικεκοιμῆσθαι», Πλάτ.) 3. (για πρόσ.) στον ύπνο συμπιέζω κάποιον («καὶ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς τῆς γυναικὸς ταύτην τὴν… … Dictionary of Greek
ζωοκοίμητος — ζωοκοίμητος, ον (Μ) μόνο στη φράση «ζωοκοίμητος μετάθεσις» (για την Παναγία) η μετάθεση της από τη ζωή στον θάνατο, η εν ζωή κοίμηση της. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + κοιμητος (< κοιμώμαι), πρβλ. α κοίμητος, πολυ κοίμητος] … Dictionary of Greek
κακοκοίμητος — κακοκοίμητος, ον (Α) γλώσσα τού Ησύχ. ως ερμηνεία τού δυσηλεγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κοιμῶμαι] … Dictionary of Greek
κοίμημα — κοίμημα, τὸ (Α) [κοιμώμαι] 1. το να κοιμάται κάποιος με άλλον, το πλάγιασμα 2. φρ. («κοιμήματά τ αὐτογέννητα» (για την Ιοκάστη με τον Οιδίποδα) η συγκοίμηση τής μητέρας με το τέκνο της (Σοφ.) … Dictionary of Greek
κοίμηση — Η μετάβαση στην κατάσταση του ύπνου. Μεταφορικά, ο όρος κ. χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τον θάνατο αγίων προσώπων και επισκόπων. Μεγάλη χρήση του όρου γίνεται στην αγιογραφία και κυρίως σε φορητές εικόνες και τοιχογραφίες, που απεικονίζουν… … Dictionary of Greek
κοιμήθρα — κοιμήθρα, ἡ (Α) τόπος κατάλληλος για ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοιμη τού κοιμώμαι (πρβλ. αόρ. ἐ κοιμή σ ατο) + κατάλ. θρα (πρβλ. εμ βλή θρα, κολυμβή θρα)] … Dictionary of Greek